γλειμμένος

γλειμμένος
η , ο
1) лизанный, облизанный; 2) потравленный (о посевах); 3) худой, тощий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γλειμμένος" в других словарях:

  • γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… …   Dictionary of Greek

  • γλείφω — έγλειψα, γλείφτηκα, γλειμμένος 1. σέρνω τη γλώσσα μου πάνω σε κάτι για να το γευτώ ή να το καθαρίσω ή να το χαϊδέψω: Έγλειφε λαίμαργα το παγωτό. 2. μτφ., κολακεύω, καλοπιάνω κάποιον: Γλείφει τους βουλευτές για να τον διορίσουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»